- πηνίτις
- Επωνυμία της θεάς Αθηνάς στην αρχαιότητα, με την οποία λατρευόταν για την επίδοσή της στις τέχνες. Προέρχεται από τη λέξη «πηνίον» (= αδράχτι) και σημαίνει την υφάντρια.
* * *και δωρ. τ. πανῑτις και πανᾱτις, -άτιδος, ἡ, Α(ως επίθ. τής Αθηνάς) η υφάντρια.[ΕΤΥΜΟΛ. < πήνη «μίτος, υφάδι» + επίθημα -ῖτις (πρβλ. Μαχαν-ίτις)].
Dictionary of Greek. 2013.